- εκειδά
- εκειδανά επίρρ. вот там, именно там
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκειδά — και εκειδανά επίρρ. τοπ., εκεί ακριβώς, εκεί όπου δείχνουμε: Το δαχτυλίδι βρίσκεται εκειδά στο ντουλάπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκειδά — επίρρ. εκεί ακριβώς … Dictionary of Greek
δεικτικός — ή, ό (AM δεικτικός, ή, όν) 1. ο ικανός ή κατάλληλος να δείξει κάτι 2. φρ. «δεικτικές αντωνυμίες» οι αντωνυμίες που χρησιμεύουν για δείξη, για δείξιμο αισθητό ή νοητό (π.χ. αυτός, ή, ό, εκείνος, η, ο, οὗτος, αὕτη, τοῡτο) 3. φρ. «δεικτικά μόρια»… … Dictionary of Greek
εκειδανά — επίρρ. επιτατικό τού εκειδά … Dictionary of Greek